Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



αδιψικός, -ή, -ό


Ερμηνεία:

Αυτὀς που πάσχει από αδιψία, αυτός που οφείλεται σε αδιψία. Βλέπε:αδιψία



Ετυμολογία:

[α (στερ.) + δίψα]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Adipsic hypernatremic myopathy.Sabzghabaei F, Rastegar A.Iran J Kidney Dis. 2015 May;9(3):256-8.



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ψυχιατρική: